διχόμην

διχόμην
δῐχό-μην, ηνος, , ,
A = διχόμηνος, σελήνη Arat.78, cf.737.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διχόμηνος — διχόμηνος, ον και διχόμην, ο, η (Α) 1. αυτός που ανήκει στο μέσο τού μήνα, στην πανσέληνο ή στην περίοδό της 2. το θηλ. ως ουσ. η διχόμηνος η πανσέληνος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”