διχόμην
Look at other dictionaries:
διχόμηνος — διχόμηνος, ον και διχόμην, ο, η (Α) 1. αυτός που ανήκει στο μέσο τού μήνα, στην πανσέληνο ή στην περίοδό της 2. το θηλ. ως ουσ. η διχόμηνος η πανσέληνος … Dictionary of Greek
διχόμηνος — διχόμηνος, ον και διχόμην, ο, η (Α) 1. αυτός που ανήκει στο μέσο τού μήνα, στην πανσέληνο ή στην περίοδό της 2. το θηλ. ως ουσ. η διχόμηνος η πανσέληνος … Dictionary of Greek